- μεγαλοσθενής
- μεγαλοσθενήςof great strengthmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοσθενής — μεγαλοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, πολύ ισχυρός («δεῑξαι τῆς μεγαλοσθενοῡς αὐτοῡ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ευρυ σθενής] … Dictionary of Greek
μεγαλοσθενεῖ — μεγαλοσθενής of great strength masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγαλοσθενής of great strength masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσθενές — μεγαλοσθενής of great strength masc/fem voc sg μεγαλοσθενής of great strength neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσθενοῦς — μεγαλοσθενής of great strength masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσθενέος — μεγαλοσθενής of great strength masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλόσθενος — μεγαλόσθενος, ον (Α) μεγαλοσθενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθένος] … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱԶՕՐ — (ի.) NBH 2 0236 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ա. μεγαλοσθενής, μεγασθενής (որ եւ յատուկ անուն՝ մեգասթենէս պատմիչ.) praevalens, magnae virtutis, fortissimus. Ոյր զօրութիւնն է մեծ. որ մեծապէս զօրէ. կարօղ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)